σκιαγραφία

σκιαγραφία
η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος]
1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα
2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα
νεοελλ.
1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων
2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο χρώμα
3. (καλ. τεχν.) προσωπογραφία σε προφίλ κομμένη, συνήθως, από μαύρο χαρτί και τοποθετημένη σε ανοιχτόχρωμο φόντο, τεχνική που ήταν πολύ διαδεδομένη, ιδίως τον 18ο αιώνα, αλλ. σκιαγράφημα
4. μαθ. η σχεδίαση τής σκιάς ενός σώματος, με υπολογισμούς και με εφαρμογή τών κανόνων τής γεωμετρίας
5. φυσ. μέθοδος αποτύπωσης φωτογραφικού ειδώλου τής σκιάς την οποία επιρρίπτει ένα σώμα κινούμενο με μεγάλη ταχύτητα, μέθοδος που εφαρμόζεται στη μελέτη ταχέων σωματιδίων στη θερμοκρασιακή χαρτογράφηση και στην ακτινογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκιαγραφία — σκιᾱγραφίᾱ , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc/acc dual σκιᾱγραφίᾱ , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγραφίᾳ — σκιᾱγραφίαι , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc pl σκιᾱγραφίᾱͅ , σκιαγραφία painting with the shadows fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγραφία — η 1. σκιαγράφημα. 2. σχεδίασμα με μαύρο χρώμα μόνο. 3. αναπαράσταση της σκιάς των αντικειμένων στην ιχνογραφία και ζωγραφική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιαγραφικός — ή, ό / σκιογραφικός, ή, όν, ΝΑ [σκιαγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σκιαγραφία ή γίνεται με σκιαγραφία νεοελλ. φρ. «σκιαγραφική ουσία» ιατρ. ουσία συγκριτικά αδιαφανής στις ακτίνες Χ η οποία, όταν εγχυθεί σε ένα όργανο ή σε έναν ιστό,… …   Dictionary of Greek

  • σκιαγραφίαι — σκιᾱγραφίαι , σκιαγραφία painting with the shadows fem nom/voc pl σκιᾱγραφίᾱͅ , σκιαγραφία painting with the shadows fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγραφίας — σκιᾱγραφίᾱς , σκιαγραφία painting with the shadows fem acc pl σκιᾱγραφίᾱς , σκιαγραφία painting with the shadows fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • писаниѥ — ПИСАНИ|Ѥ (1050), ˫А с. 1.Действие по гл. писати в 1 знач.: ина многа чюдеса створивъ. памѧ(т) писанию достоина. ПрЛ 1282, 82б; Бѣ нѣкто ди˫аконъ въ ѥп(с)пии. именемь савинъ. имыи ремество книжноѥ писаниѥ. ПНЧ 1296, 24 об.; ѡхъ мне лихого сего… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Галаксиди — Город Галаксиди Γαλαξείδι Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ασκιαγράφητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει απεικονιστεί με σκιαγραφία 2. εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει σύντομη περιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαγραφώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”